Ο ιός SARS-CoV-2 που ανήκει στο γένος των βήτα-κορονοϊών απαρτίζεται από 4 κύριες δομικές πρωτεΐνες: την πρωτεΐνη S (ακίδα, Spike), την πρωτεΐνη E (φακέλου, Envelope), την πρωτεΐνη M (μεμβράνης, M) και την πρωτεΐνη Ν (νουκλεοκαψιδίου, Ν). Η πρωτεΐνη S είναι υπεύθυνη για της είσοδο του ιού και την μόλυνση των ανθρώπινων κυττάρων. Αρχικά, η περιοχή δέσμευσης του υποδοχέα (RBD) της S1 υπομονάδας της πρωτεϊνης S δεσμεύεται στον υποδοχέα του μετατρεπτικού ενζύμου-2 της αγγειοτενσίνης (ACE-2) των ανθρώπινων κυττάρων και ακολουθεί σύντηξη της υπομονάδας S2 της πρωτεϊνης S με την μεμβράνη των κυττάρων-στόχων. Με αυτό το τρόπο ο ιός εισέρχεται στα κύτταρα, τα μολύνει και πολλαπλασιάζεται (εικόνα 1).

Η αλληλεπίδραση ιού – κυττάρου δέκτη και η επακόλουθη μόλυνση από τον ιό καθώς και ο εμβολιασμός οδηγεί στην ενεργοποίηση του ανοσοποιητικού συστήματος και στην παραγωγή ενός πληθυσμού αντισωμάτων κατά του ιού. Κάποιοι υποπληθυσμοί των αντισωμάτων αυτών έχουν τη ιδιότητα να προσδένονται στον ιό, αλλά όχι απαραίτητα να εμποδίζουν την μόλυνση από τον ιό. Άλλοι υποπληθυσμοί έχουν την ιδιότητα να προσδένονται στην RBD περιοχή με τέτοιο τρόπο ώστε να καθίσταται αδύνατη η πρόσδεση της RBD με τον υποδοχέα ACE2.
Η τεχνολογία cPass του SARS-CoV-2 Surrogate Virus Neutralization Test Kit της εταιρίας GenScript επιτυγχάνει να ταυτοποιεί το δείγμα που περιέχει τα ειδικά Αδρανοποιητικά Αντισώματα (NAbs) που εμποδίζουν την πρόσδεση και επομένως την είσοδο του ιού στο κύτταρο δέκτη και την επερχόμενη μόλυνση. Οι ορολογικές εξετάσεις για τον προσδιορισμό του τίτλου των lgG αντισωμάτων έναντι της RBD περιοχής, οι οποίες προωθούνται από όλες τις κατασκευαστικές εταιρείες αντισωμάτων, ανιχνεύουν το πληθυσμό των δεσμευτικών αντισωμάτων επάνω στην περιοχή RBD, ο οποίος δεν μειώνει απαραιτήτως την ικανότητα του ιού να μολύνει και να καταστρέφει τα κύτταρα του δέκτη.
Η μέθοδος βασίζεται στην τεχνική της ανταγωνιστικής ELISA, που μιμείται την διαδικασία εξουδετέρωσης του ιού. Αρχικά, δείγματα και μάρτυρες επωάζονται με ανασυνδυασμένα ιϊκά RBD θραύσματα, συζευγμένα με το ένζυμο HRP (Horse Radish Perodixase, Υπεροξειδάση της Ραπανίδος) και δημιουργούν το σύμπλεγμα RBD-HRP. Στη συνέχεια, το μείγμα προστίθεται σε πιάτα ELISA που είναι επικαλυμμένα με την ανθρώπινη πρωτεΐνη ACE-2. Εάν το υπό εξέταση δείγμα περιέχει αδρανοποιητικά αντισώματα, τότε αυτά θα εμποδίσουν την πρόσδεση των ιϊκών RBD-HRP συμπλεγμάτων στον ACE-2 υποδοχέα και τα μόρια RBD-HRP θα απομακρυνθούν με εκλύσεις στο επόμενο βήμα. Εάν όχι, τότε τα RBD-HRP μόρια θα προσδεθούν επιτυχώς στον υποδοχέα ACE-2 και θα γίνουν ορατά δίνοντας κίτρινο χρώμα το οποίο ανιχνεύεται με φωτόμετρο ELISA, μετά την προσθήκη διαλύματος TMB (υπόστρωμα του HRP ενζύμου) και διαλύματος τερματισμού της αντίδρασης. Συνεπώς, η ένταση του χρώματος είναι αντιστρόφως ανάλογης του τίτλου των αδρανοποιητικών αντισωμάτων του υπό-εξέταση δείγματος (εικόνα 2). Η εν λόγω μέθοδος έχει επιδείξει υψηλή ευαισθησία (95-100%) και ειδικότητα (99.93%) σε έλεγχο 625 δειγμάτων ασθενών COVID-19.

Η μέθοδος αυτή προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες στον κλινικό γιατρό σχετικά με την δημιουργία των αντισωμάτων στον ασθενή που αδρανοποιούν τον ιό. Η πληροφορία αυτή θα βοηθήσει να αξιολογηθεί η αποτελεσματικότητα των διαφόρων τύπων SARS-CoV-2 εμβολίων, στις διάφορες ηλικίες αλλά και σε συνάρτηση με το προφίλ του εμβολιασμένου.
Το εργαστήριο Omnimed ακολουθώντας τις παγκόσμιες εξελίξεις και ανταποκρινόμενο στις προκλήσεις της εποχής παρέχει τη δυνατότητα διενέργειας του ελέγχου για την ύπαρξη αδρανοποιητικών αντισωμάτων έναντι του SARS-CoV-2.
Νίκη Μούρτζη
Υπεύθυνη του Μοριακού Τμήματος του Διαγνωστικού-Ερευνητικού κέντρου
Omnimed